Ταρσικῶν

Ταρσικῶν
Ταρσικός
of Tarsus
fem gen pl
Ταρσικός
of Tarsus
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετατάρσιος — α, ο 1. (ανατ. ζωολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετατάρσιο 2. φρ. «μετατάρσια οστά» ανατ. πέντε μικρά επιμήκη οστά που αρθρώνονται μεταξύ τών ταρσικών οστών και τών δακτύλων τών κάτω άκρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τάρσιος (< ταρσός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”